- μονολόγιστος
- μονο-λόγιστος, allein überlegt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μονολόγιστος — μονολόγιστος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει έναν μόνο συλλογισμό, αυτός που αποβλέπει σε ένα πράγμα και σκέπτεται μόνο αυτό αρχ. αυτός που εκφράζεται με έναν συλλογισμό. επίρρ... μονολογίστως (ΑΜ) μσν. με απλότητα στην έκφραση αρχ. με έναν μόνο… … Dictionary of Greek